- ταριχέμπορος
- ταριχέμποροςdealer in salt fishmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταριχέμπορος — ον, ΜΑ έμπορος παστών ψαριών, ταριχοπώλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + ἔμπορος] … Dictionary of Greek
ταριχέμπορον — ταριχέμπορος dealer in salt fish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)